νεβρίδα

νεβρίδα
η (Α νεβρίς, -ῑδος και -ίδος)
το δέρμα τού νεβρού, τού νεογνού τού ελαφιού («νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος», Πλούτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών τής οικογένειας τών συαινιδών
αρχ.
το δέρμα τού νεαρού ελαφιού, ιδίως ως ένδυμα τού Βάκχου και τών θιασωτών του, τών μάντεων κ.λπ. («νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μαργαρ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεβρίδα — νεβρίς fawnskin fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεβρίδ' — νεβρίδα , νεβρίς fawnskin fem acc sg νεβρίδι , νεβρίς fawnskin fem dat sg νεβρίδε , νεβρίς fawnskin fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NEBRIDAE — nomen familiae, quam in Attica collocat Arnob. l. 5. de Cerere errabunda et filiam quaerente, Oras ut venit ad Atticas, triticeas attulit fruges, Nebridarum familiam pellicula cohonestavit hinnulei, et illud spectaculum maximum Baubenis in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νεβρή — νεβρῆ και ασυναίρ. νεβρέη, ἡ (Α) 1. το δέρμα τού νεβρού, η νεβρίδα 2. (γενικά) δορά, δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα ῆ / έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ ή, παρδαλ ή)] …   Dictionary of Greek

  • νεβρίς — νεβρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. νεβρίδα …   Dictionary of Greek

  • νεβρίτης — νεβρίτης, ὁ (Α) αυτός που μοιάζει με νεβρίδα («νεβρίτης λίθος» πολύτιμος ιερός λίθος τού Βάκχου ο οποίος έμοιαζε με δέρμα νεβρού, Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα ίτης, δηλωτικό ονομ. λίθων (πρβλ. κογχ ίτης, λυχν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • νεβριδόπεπλος — νεβριδόπεπλος, ον (Α) (για τον Βάκχο και τους βακχεύοντες) αυτός που φορά νεβρίδα, δέρμα νεβρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρίς, ίδoς «δέρμα μικρού ελαφιού» + πέπλος (πρβλ. ιό πεπλος, λινό πεπλος)] …   Dictionary of Greek

  • νεβρισμός — νεβρισμός, ὁ (Α) [νεβρίζω] το να φορά κάποιος νεβρίδα κατά τις τελετές τού Βάκχου …   Dictionary of Greek

  • νεβροστολίζω — (Α) περιβάλλω κάποιον με νεβρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + στολίζω] …   Dictionary of Greek

  • νεβροχίτων — νεβροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορεί νεβρίδα, δέρμα νεβρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + χιτών (πρβλ. λινο χίτων, προβατο χίτων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”